- στύλωμα
- το подпирание; подкрепление, поддерживание (тж. перен. )
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
στύλωμα — το, ΝΑ [στυλῶ, ώνω] η στήριξη ενός πράγματος με στύλο, υποστύλωση νεοελλ. μτφ. ενδυνάμωση … Dictionary of Greek
στύλωμα — το στήριξη κάποιου πράγματος με στύλο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
στυλώμασιν — στύλωμα prop neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έρειση — η (Α ἔρεισις) [ερείδω] 1. στήριξη, υποστήριξη, στύλωμα 2. σπρώξιμο, πίεση με δύναμη (ιδιαίτερα στην κωπηλασία) αρχ. 1. βάση, σημείο βάσης, στήριξης 2. αναμόχλευση, μετακίνηση με μοχλό … Dictionary of Greek
κατάπληξη — η (Α κατάπληξις) [καταπλήσσω] έκπληξη, θάμπωμα, σάστισμα, έκσταση, ισχυρός θαυμασμός αρχ. 1. σεβασμός («κατάπληξις και καταξίωσις τοῡ Ρωμαίων πολιτεύματος», Πολ.) 2. (για μάτια) στύλωμα, προσήλωση, θάμπωμα 3. μεγάλη ντροπή, καταισχύνη … Dictionary of Greek
στύλωση — η / στύλωσις, ώσεως, ΝΑ [στυλῶ, ώνω] στήριξη με τη χρήση στύλων, στύλωμα, υποστύλωση … Dictionary of Greek
στύλωση — η στύλωμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)